- αγκράφα
- η1) брошка; 2) пряжка, застёжка;
κουμπώνω την αγκράφα — застегнуть пряжку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουμπώνω την αγκράφα — застегнуть пряжку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκράφα — η διακοσμητική καρφίτσα που συνδέει τα δύο άκρα ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. agrafe] … Dictionary of Greek
αγκράφα — η (λ. γαλλ.), γυναικείο στολίδι, πόρπη, καρφίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπί — και κομπί, το (ΑM κομβίον) νεοελλ. 1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να… … Dictionary of Greek
φιούμπα — και φλιούμπα, η, Ν πόρπη υποδήματος, αγκράφα … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
θηλυκωτήρι — θηλυκωτήρι, το και θηλυκωτάρι, το γεν. ιού 1. κουμπωτήρι, εργαλείο των υποδηματοποιών. 2. πόρπη, αγκράφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρπη — η το θηλυκωτήρι, ο τοκάς, η αγκράφα η καρφίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόκα — επιφ. (λ. ιταλ.) 1. παρόρμηση για σφίξιμο χεριών σε συμφωνία ή για τσούγκρισμα ποτηριών: Τόκα να πιούμε. 2. ως ουσ., σφίξιμο χεριών ή τσούγκρισμα ποτηριών: Κάναμε τόκα. τόκα, η και τοκάς, ο (λ. τουρκ.), πόρπη, αγκράφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιούμπα — φιούμπα, η και φλιούμπα, η (λ. ιταλ.), είδος πόρπης υποδήματος, αγκράφα, τοκάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)